- λεγατάριος
- λεγατάριος, ὁ (M)βλ. ληγατάριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Vestiarion — The vestiarion (Greek: βεστιάριον, from Latin: vestiarium, wardrobe ), sometimes with the adjectives basilikon ( imperial ) or mega ( great ),[1] was one of the major fiscal departments of the Byzantine bureaucracy. In English, it is often known… … Wikipedia
ληγατάριος — και λεγατάριος, ὁ (Μ) 1. (στο Βυζάντιο) κρατικός υπάλληλος κατώτερος τού λογοθέτη τού βεστιαρίου 2. κληροδόχος, κληρονόμος 3. υπάλληλος που είχε ως καθήκοντά του την αστυνόμευση τών ξένων οι οποίοι έμεναν στην Κωνσταντινούπολη και την παρεμπόδιση … Dictionary of Greek